ἀλυσιτέλεια

ἀλυσιτέλεια
ἀλῡσῐ-τέλεια, ,
A damage, prejudice, Plb.4.47.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλυσιτέλεια — η (Α ἀλυσιτέλεια) [ἀλυσιτελής] έλλειψη ωφέλειας ή κέρδους, το ανώφελο, το ασύμφορο, η ζημιά …   Dictionary of Greek

  • ἀλυσιτελείας — ἀλυσιτελείᾱς , ἀλυσιτέλεια damage fem acc pl ἀλυσιτελείᾱς , ἀλυσιτέλεια damage fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλυσιτελής — ές (Α ἀλυσιτελής) αυτός που δεν αποφέρει ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, ασύμφορος αρχ. (για συμπτώματα ασθένειας) ο μη ευνοϊκός, ο δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λυσιτελής*. ΠΑΡ. αλυσιτέλεια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”